λαχτάρα

λαχτάρα
η (Μ λακτάρα)
νεοελλ.
1. ζωηρή επιθυμία, διακαής πόθος («είχα λαχτάρα να τόν δω»)
2. χτύπος τής καρδιάς, χτυποκάρδι που προέρχεται από αδημονία, αγωνία («με λαχτάρα περίμενε τόσα χρόνια νέα από το παιδί της»)
3. μεγάλος φόβος, τρομάρα, τρεμούλα, ταραχή («περάσαμε μεγάλη λαχτάρα ώσπου να σταματήσει η τρικυμία»)
4. αυτός για τον οποίο αγωνιά κάποιος
5. λαιμαργία, λιχουδιά («ύστερα από τόσες μέρες που είχε να φάει, έφαγε με λαχτάρα τρία πιάτα φαγητό»)
μσν.
εκτίμηση («σοῡ 'χάνε πρῶτα πολλή λαχτάρα», Διγεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαχτάρα < λακτάρα είτε είναι υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. < λακταρίζω ή, κατ' άλλη άποψη, προέρχεται από λάχτα (< λαχτίζω) + μεγεθ. κατάλ. -άρα, ασχέτως τού ποιος τ. προηγείται στην παραγωγική σχέση τών λαχτάρα - λαχταρώ / λαχταρίζω, η σειρά τών λ. αυτών ανάγεται ετυμολογικά στο λακτίζω, απ' όπου και εξελίχθηκε σημασιολογικά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαχτάρα — η 1. πόθος, έντονη επιθυμία, ανυπομονησία: Σε περίμενα με λαχτάρα. 2. μεγάλη συγκίνηση, ταραχή: Πήρε μεγάλη λαχτάρα όταν είδε τον άντρα της αναίσθητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαχταρίζω — (Μ λαχταρίζω και λακταρίζω) 1. λαχταρώ, επιθυμώ ζωηρά, είμαι γεμάτος λαχτάρα 2. σπαρταρώ, τινάζομαι βίαια, σφαδάζω 3. συνταράσσομαι, τρέμω, συγκλονίζομαι από έντονο συναίσθημα 4. αναδεύομαι, κινούμαι ή αναδύομαι μέσα από την ψυχή («κλείσε μέσα… …   Dictionary of Greek

  • λαχταριστός — ή, ό [λαχταρίζω] 1. (για ψάρια) αυτός που σπαρταρά, που είναι ακόμη ζωντανός 2. αυτός που προκαλεί λαχτάρα, επιθυμητός, ελκυστικός («κάτι μήλα λαχταριστά») 3. γεμάτος αδημονία, αγωνιώδης. επίρρ... λαχταριστά με λαχταριστό τρόπο, με λαχτάρα …   Dictionary of Greek

  • Saudade — articleissues article = y refimprove = August 2008 original research = March 2008Saudade (singular) or saudades (plural) (pronounced|sawˈdade in Galician, pronounced|sawˈdadɨ in European Portuguese and IPA| [sawˈdadʒi] or IPA| [sawˈdadi] in… …   Wikipedia

  • άχνα — (I) η 1. αχνός, ατμός 2. ελαφριά πνοή, αναπνοή 3. φρ. «δεν βγάζω άχνα» δεν μιλάω καθόλου, σωπαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αχνίζω(ΙΙ), με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. λαχτάρα < λαχταρίζω, μαγάρα < μαγαρίζω, φοβέρα < φοβερίζω κ.ά.)]. (II) ἄχνα, η… …   Dictionary of Greek

  • ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

  • απεκδέχομαι — (AM ἀπεκδέχομαι) 1. περιμένω με λαχτάρα 2. ελπίζω, προσδοκώ αρχ. μσν. εικάζω, συμπεραίνω αρχ. παρανοώ, παρερμηνεύω …   Dictionary of Greek

  • επιθυμία — και επιθύμια και επιθυμιά και αποθυμιά, η (AM ἐπιθυμία, Μ και ἐπιθύμια και ἐπιθυμιά και ἀποθυμιά) [επιθυμώ] 1. πόθος, λαχτάρα («με επιθυμία να τηράζεις δύο μεγάλα σε θωρώ», Σολωμός) 2. ερωτική, σαρκική επιθυμία, πόθος, ηδονή μσν. 1. ανυπομονησία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”